- δοθιήνωση
- ηνόσος με ταυτόχρονη ή διαδοχική εμφάνιση πολυάριθμων δοθιήνων.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… … Dictionary of Greek
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek
δοθιήνας — Φλεγμονή του θυλάκου της τρίχας που εξελίσσεται σε πυώδη συλλογή (απόστημα). Συνηθέστερα οφείλεται σε σταφυλόκοκκο και μπορεί να αναπτυχθεί σε οποιαδήποτε περιοχή του σώματος, εκτός από τις παλάμες και τα πέλματα όπου δεν υπάρχουν τρίχες. Η… … Dictionary of Greek